- παραστιχίδιον
- παραστῐχ-ίδιον, τό, Dim. of sq., v.l. in D.L.8.78.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραστιχίδιον — τὸ, Α [παραστιχίς, ίδος] υποκορ. τού παραστιχίς* … Dictionary of Greek
παραστιχίδια — παραστιχίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)